- αχνί
- τοκοίλωμα στον τοίχο στάβλου ή ξύλινο κατασκεύασμα όπου τοποθετείται η τροφή για τα ζώα, φάτνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παχνί έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. *παθνίον, υποκορ. τού αρχ. πάθνη, άλλο τ. τού φάτνη* με τις εξής μεταβολές: *παθνίον > *παφνί-ον > παχνί (πρβλ. ατμός > αχνός), βλ. λ. αχνίζω (ΙΙ)].
Dictionary of Greek. 2013.